- κατοπτρίζομαι
- κατοπτρίζωshow as in a mirrorpres ind mp 1st sgκατοπτρίζωshow as in a mirrorpres ind mp 1st sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
созерцаю — @font face {font family: ChurchArial ; src: url( /fonts/ARIAL Church 02.ttf );} span {font size:17px;font weight:normal !important; font family: ChurchArial ,Arial,Serif;} глаг. (греч. κατοπτρίζομαι) вижу ясно и раздельно. … … Словарь церковнославянского языка
κατοπτρίζω — (ΑΜ κατοπτρίζω) [κάτοπτρον] 1. εμφανίζω την εικόνα ενός αντικειμένου σαν σε κάτοπτρο, απεικονίζω πιστά («καταντικρὺ δὲ τοῡ κατοπτρίζοντος αὐτὸ ἀστέρος», Πλούτ.) 2. (το μέσ.) κατοπτρίζομαι κοιτάζω τον εαυτό μου στο κάτοπτρο, καθρεφτίζομαι νεοελλ.… … Dictionary of Greek
προκατοπτρίζομαι — Μ βλέπω κάτι μπροστά από τα μάτια μου σαν σε κάτοπτρο. [ΕΤΥΜΟΛ. < προ * + κατοπτρίζομαι «καθρεφτίζομαι, κοιτάζομαι σε κάτοπτρο»] … Dictionary of Greek